- ἐκτέφρωσις
- ἐκτέφρ-ωσις, εως, ἡ,A burning to ashes, Str.5.4.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκτέφρωσις — ἐκτέφρωσις, η (Α) καύση μέχρι να μετατραπεί κάτι σε στάχτη, μεταβολή σε στάχτη, αποτέφρωση … Dictionary of Greek
ἐκτέφρωσιν — ἐκτέφρωσις burning to ashes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)